εριφος

εριφος
    ἔριφος
    ἔρῐφος
    ὅ (in crasi ὥριφος) козленок

(ἔριφοί τε καὴ ἄρνες Hom.)

; pl. οἱ Ἔριφοι Theocr., Anth. Козлята (три небольших звезды, в созвездии Возничего, восхождение которых 6-го октября считалось предвестником бурь)

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "εριφος" в других словарях:

  • Ἔριφος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔριφος — kid masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έριφος — ο και η (AM ἔριφος) 1. νεαρός γόνος αίγας, ερίφι, κατσίκι 2. γένος κολεόπτερων εντόμων τής οικογένειας τών κεραμβυκιδών αρχ. 1. (το αρσ. στον πληθ.) οἱ Ἔριφοι αστερισμός που η επιτολή του συμπίπτει με καιρικές μεταβολές και θύελλες 2. φρ. «ἐπ’… …   Dictionary of Greek

  • Ἐρίφω — Ἔριφος masc nom/voc/acc dual Ἔριφος masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐρίφω — ἔριφος kid masc nom/voc/acc dual ἔριφος kid masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἐρίφοιο — Ἔριφος masc gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐρίφοιο — ἔριφος kid masc gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἐρίφοις — Ἔριφος masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐρίφοις — ἔριφος kid masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἐρίφοισι — Ἔριφος masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐρίφοισι — ἔριφος kid masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»