Ἔριφος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔριφος — kid masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έριφος — ο και η (AM ἔριφος) 1. νεαρός γόνος αίγας, ερίφι, κατσίκι 2. γένος κολεόπτερων εντόμων τής οικογένειας τών κεραμβυκιδών αρχ. 1. (το αρσ. στον πληθ.) οἱ Ἔριφοι αστερισμός που η επιτολή του συμπίπτει με καιρικές μεταβολές και θύελλες 2. φρ. «ἐπ’… … Dictionary of Greek
Ἐρίφω — Ἔριφος masc nom/voc/acc dual Ἔριφος masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρίφω — ἔριφος kid masc nom/voc/acc dual ἔριφος kid masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἐρίφοιο — Ἔριφος masc gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρίφοιο — ἔριφος kid masc gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἐρίφοις — Ἔριφος masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρίφοις — ἔριφος kid masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἐρίφοισι — Ἔριφος masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρίφοισι — ἔριφος kid masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)